ὑπόζωσμα

ὑπόζωσμα
ὑπόζωσμα
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπόζωσμα — τὸ, Α [ὑποζώννυμι] 1. ναυτ. το υπόζωμα 2. στον πληθ. τὰ ὑποζώσματα τα εσώρουχα …   Dictionary of Greek

  • ὑποζώσμασι — ὑπόζωσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποζώσμασιν — ὑπόζωσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόζωμα — το / ὑπόζωμα, ΝΑ [ὑποζώννυμι] 1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία 2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα νεοελλ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”